- αἱρήσομαι
- выберу
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
αἱρήσομαι — αἱρέω take with the hand aor subj mid 1st sg (epic prose) αἱρέω take with the hand fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)